τραυματικός
Προφορά
Ετυμολογία
τραυματικός μεταγενέστερη ελληνική τραυματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τραυματικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε τραύμα, ο προερχόμενος από τραύμα
✦ (μτφ. ) αυτός που επιφέρει στενοχώρια, ταπείνωση, γεν. δυσάρεστη ψυχική κατάσταση: τραυματική εμπειρία – τραυματικό γεγονός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–