τραχεία


τραχεία
Προφορά

Ετυμολογία
τραχεία αρχαία ελληνική τραχεῖα (ενν. ἀρτηρία), └θηλ┘ του επιθέτου τραχύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τραχεία

✦ αναπνευστικός σωλήνας του ανθρώπου και των ζώων που αποτελεί συνέχεια του λάρυγγα και καταλήγει στους πνεύμονες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.