ταλανίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ταλανίζω μεταγενέστερη ελληνική ταλανίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ταλανίζω
✦ βασανίζω, ταλαιπωρώ: στη χυδαία βαναυσότητα, στην τυραννική αδικία, στην ταπείνωση, που ταλάνιζαν το έθνος (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–