τακτισμός


τακτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
τακτισμός τάσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τακτισμός

(βιολ.) βλ. τροπισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.