ρόπτρο
Προφορά
Ετυμολογία
ρόπτρο αρχαία ελληνική ῥόπτρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρόπτρο
✦ μετάλλινο κατασκεύασμα στις εξώπορτες σπιτιών, για να χτυπούν οι επισκέπτες
✦ λεπτό ραβδί για το κρούσιμο του τυμπάνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–