πλειάδα
Προφορά
Ετυμολογία
πλειάδα αρχαία ελληνική πλειάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πλειάδα
✦ ομάδα ποιητών, συγγραφέων, επιστημόνων και γεν. ταλαντούχων δημιουργών: πλειάδα ηθοποιών – πλειάδα επιστημόνων – ποιητών – συγγραφέων – στην πρώτη γενιά αναδείχτηκε μια πλειάδα από σημαντικούς λογοτέχνες και στην ποίηση και στην πρόζα (Γ. Σεφέρης)
✦ (αστρον.) πλειάδες, ομάδα εφτά αστεριών στον αστερισμό του Άτλαντα, η πούλια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–