πετώ
Προφορά
Ετυμολογία
πετώ μεταγενέστερη ελληνική πετῶ, από τον μέλλ. πετάσω του αρχαίου ελληνικού πετάννυμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πετώ -άς, -ά
✦ φτερουγίζω
✦ διασχίζω τον αέρα
✦ (ειδ.) διασχίζω απόσταση με αεροπλάνο
✦ (για αεροπόρους) εκτελώ υπηρεσία πτήσεως
✦ αλλάζω θέση με πέταγμα, απομακρύνομαι: (μτφ. φρ.) πέταξε το πουλί, χάθηκε η ευκαιρία
✦ (μτφ. ) σκιρτώ: φρ. πετάει η καρδιά της για ταξίδια – πετάει απ’ τη χαρά του
✦ ρίχνω, εκσφενδονίζω: (μτφ. φρ.) μου πέταξε μια κουβέντα, μου έκανε υπαινιγμό
✦ απορρίπτω κάτι φθαρμένο ή άχρηστο
✦ διώχνω, αποβάλλω
✦ δίνω περιφρονητικά
✦ ξοδεύω ασυλλόγιστα και μάταια
✦ (για δέντρα και φυτά) βλαστάνω: για πότε πέταξε κλαδιά και φύλλα
✦ (μέσ.) πετάγομαι κ. πετιέμαι κ. πετιούμαι, ανατινάζομαι από τη θέση μου, αναπηδώ
✦ πηγαίνω κάπου πολύ γρήγορα: θα πεταχτώ ως την πλατεία
✦ επεμβαίνω άκαιρα στις συνομιλίες άλλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–