πετσοκόβω
Προφορά
Ετυμολογία
πετσοκόβω πέτσα + κόβω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πετσοκόβω
✦ κατακομματιάζω
✦ (μτφ. ) σκοτώνω κάποιον με άγριο τρόπο, κατασφάζω: τον ιερομόναχο τον Ιερεμία τον είχανε πετσοκόψει και τον πετάξανε ζωντανό μες στη φωτιά (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) περικόπτω κείμενο, κινηματογραφική ταινία κτλ.: η λογοκρισία πετσόκοψε την ταινία
✦ (μτφ. ) περικόπτω μισθούς, αποδοχές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–