οργή
Προφορά
Ετυμολογία
οργή αρχαία ελληνική ὀργή (= ιδιοσυγκρασία, διάθεση)
Ερμηνεία
οργή
✦ έντονη ψυχική διέγερση που εκδηλώνεται με παραφορά, θυμός, αγανάκτηση: βλαστήμιες και κατάρες κραυγές οργής (Α. Προβελέγγιος)
✦ φρ. δίνω τόπο στην οργή, υποχωρώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–