οργώνω
Προφορά
Ετυμολογία
οργώνω εργώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ οργώνω
✦ σκάβω τη γη με το αλέτρι, αροτριώ: το… χώμα ζητούσε το νερό της βροχής, πριν οργωθεί βαθιά απ’ τ’ αλέτρι (Μ. Καραγάτσης)
✦ (μτφ. ) περιέρχομαι τρέχοντας, περπατώντας ή ταξιδεύοντας: όργωσε όλη την Ευρώπη
✦ (μτφ. για πλοία κ. ναυτικούς): η πένα είναι το πιο όμορφο σκαρί απ’ όλα όσα οργώνουν το πέλαγό μας (Ηλ. Βενέζης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–