όργανο
Προφορά
Ετυμολογία
όργανο αρχαία ελληνική ὄργανον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το όργανο
✦ κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο, εργαλείο
✦ μέρος ζώντος σώματος που επιτελεί ειδική λειτουργία αναγκαία για τη ζωή
✦ κάθε κατασκεύασμα που παράγει μουσικούς ήχους
✦ εκκλησιαστικό όργανο, μεγάλο μουσικό όργανο αποτελούμενο από αυλούς που είναι διατεταγμένοι κατά σειρές και γεμίζουν με αέρα υπό πίεση από φυσητήρες· οι μουσικοί φθόγγοι παράγονται με τη χρήση πληκτρολογίου και ποδόπληκτρων, με την πίεση των οποίων ανοίγουν οι βαλβίδες και επιτρέπεται η είσοδος του αέρα στους αυλούς
✦ το σύνολο των διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία έργου ή υπηρεσίας
✦ κάθε μέσο ή πρόσωπο, ή σύνολο προσώπων που προορίζεται για την επιτέλεση έργου
✦ (μτφ. ) πρόσωπο που υπηρετεί τα σχέδια, τους σκοπούς κάποιου άλλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–