μάζωξη


μάζωξη
Προφορά

Ετυμολογία
μάζωξη μαζώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μάζωξη

✦ συνάθροιση, συλλογή
✦ (για πρόσ.) συγκέντρωση, συρροή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.