λυσσιάζω


λυσσιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
λυσσιάζω λύσσα

Ερμηνεία
ρήμα λυσσιάζω

✦ προσβάλλομαι από λύσσα
✦ κυριεύομαι από μανιασμένο πάθος: οι γυναίκες πιο λυσσασμένες κι από τους άντρες (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ κατέχομαι από οργή, μανία: τους πιο λυσσιασμένους μου εχθρούς (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.