καταξοδεύω
Προφορά
Ετυμολογία
καταξοδεύω κατά + ξοδ-εύω, -ιάζω
Ερμηνεία
καταξοδεύω
✦ κ. καταξοδιάζω ρ. (καταξόδ-εψα κ. -ιασα, -εύτηκα κ. -ιάστηκα) ξοδεύω πολλά, σπαταλώ
✦ βάζω σε πολλά έξοδα
✦ καταξοδεύομαι, μπαίνω σε πολλά έξοδα, εξαντλούμαι οικονομικά: καταξοδεύτηκε ο πατέρας του να τον σπουδάσει και ποιο το όφελος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–