κατάντημα
Προφορά
Ετυμολογία
κατάντημα μεταγενέστερη ελληνική κατάντημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κατάντημα
✦ δυσάρεστη κατάληξη, κακή έκβαση: τέτοιο κατάντημα! να ζητιανεύει έξω από τις εκκλησίες
✦ υλικός ή ηθικός ξεπεσμός: ο τόπος έφθασε στο έσχατο κατάντημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–