καταπαχτή


καταπαχτή
Προφορά

Ετυμολογία
καταπαχτή – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καταπαχτή

✦ βλ. καταπακτή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.