καπάτσος
Προφορά
Ετυμολογία
καπάτσος └ιταλ┘capace
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καπάτσος -α, -ο
✦ ο ικανός να πετυχαίνει τους σκοπούς του, να επωφελείται από τις εκάστοτε περιστάσεις: κερδισμένος θα ‘βγαινε όχι ο πιο γνωστικός, παρά ο πιο καπάτσος (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
καταφερτζής
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–