καινός
Προφορά
Ετυμολογία
καινός αρχαία ελληνική καινός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καινός -ή, -ό
✦ νέος, καινούριος, πρωτοφανής
✦ φρ. καινά δαιμόνια, νέες ιδέες που προκαλούν αναστάτωση: να φυλαχτούνε από τα καινά δαιμόνια, ενώ τόσα παλαιά δαιμόνια ζουν… ανενόχλητα (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–