ζωηρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ζωηρεύω ζωηρός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ζωηρεύω
✦ δίνω ζωηρότητα: αν μπορούσες να ζωηρέψεις λίγο τα χρώματα
✦ (αμτβ.) γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος: τα μεσάνυχτα ζωήρεψε το γλέντι
Συνώνυμα
αναζωογονώ, τονώνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–