ζώνη
Προφορά
Ετυμολογία
ζώνη αρχαία ελληνική ζώνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ζώνη
✦ λουρίδα από δέρμα, ύφασμα, ελαστικό ή άλλη ύλη, που περιδένει τη μέση: τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί σε δαχτυλίδι μέση (Ι. Γρυπάρης)
✦ (γεν.) κάθε λωρίδα που περιβάλλει κάτι
✦ (ειδ.) ζώνη ασφαλείας, με την οποία δένεται στο κάθισμά του ο επιβάτης αυτοκινήτου
✦ ζώνη που απονέμεται ως έπαθλο σε νικητές πάλης, καράτε κτλ.
✦ φρ. χτύπημα κάτω από τη ζώνη, μη επιτρεπόμενο χτύπημα σε αγώνες πάλης, πυγμαχίας· (κ. μτφ.) ύπουλη, ανεπίτρεπτη ενέργεια
✦ γεωγραφική περιοχή με ιδιαίτερο χαρακτήρα: ορεινή – δασική ζώνη
✦ (γεωγρ.) καθεμιά από τις πέντε μεγάλες περιοχές στις οποίες διαιρείται η Γη από τους τροπικούς και πολικούς κύκλους: διακεκαυμένη – πολική – εύκρατη ζώνη
✦ στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συντελούνται δραστηριότητες διαφορετικές απ’ αυτές που προηγήθηκαν ή ακολουθούν: διαφημιστική ζώνη – απογευματινή ζώνη παιδικών εκπομπών
✦ ομάδα ατόμων που έχει παραταχθεί μπροστά ή γύρω από κάτι για λόγους προστασίας: ζώνη αστυνομικών μπροστά από το κτίριο της πρεσβείας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–