ζύμωση


ζύμωση
Προφορά

Ετυμολογία
ζύμωση αρχαία ελληνική ζύμωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ζύμωση

✦ ζύμωμα
✦ βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών, που προκαλείται από τη δράση ενζύμων
(μτφ. ) πολιτική ή κοινωνική ενέργεια που προετοιμάζει κάποια νέα κατάσταση: γίνονται διάφορες ζυμώσεις, να δούμε πού θα καταλήξουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.