αξερίζωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αξερίζωτος ἀ στερητικό + ξεριζώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αξερίζωτος -η, -ο
✦ που δεν ξεριζώθηκε ή δεν μπορεί να ξεριζωθεί: δέντρο αξερίζωτο
✦ (μτφ. ) που δεν μπορεί να αφανισθεί, να εκλείψει (συν. για ελαττώματα ή δυσάρεστες καταστάσεις): έχθρα αξερίζωτη – κακές συνήθειες αξερίζωτες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αξερίζωτα