αξέχαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αξέχαστος ἀ στερητικό + ξεχνώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αξέχαστος -η, -ο
✦ που δεν μπορεί να ξεχαστεί, αλησμόνητος: είχες φόβο μη φύγει τέτοια αξέχαστη ώρα (Ζ. Παπαντωνίου)
✦ αείμνηστος, μακαρίτης: ο αξέχαστος φίλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αξέχαστα