ανώριμος


ανώριμος
Προφορά

Ετυμολογία
ανώριμος ἀ στερητικό + ώριμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανώριμος -η, -ο

✦ που δεν έχει ωριμάσει, άγουρος
(μτφ. ) ο χωρίς πνευματική ωριμότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανώριμα (Κ ανωρίμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.