αγκύλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
αγκύλωμα αγκυλώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αγκύλωμα
✦ κέντημα, νύγμα με βελόνα ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο: και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα και από τ’ αγκυλώματα (Μακρυγιάννης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–