αγκουσεύω
Προφορά
Ετυμολογία
αγκουσεύω αγκούσα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγκουσεύω
✦ στενοχωρώ κάποιον
✦ (μέσ.) αγκουσεύομαι, ανασαίνω με δυσκολία
✦ θλίβομαι, στενοχωρούμαι: χιλιάδες αγκουσεμένοι άντρες, τρομαγμένοι, αγριεμένοι (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–