αγιοποίηση


αγιοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
αγιοποίηση αγιοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγιοποίηση

✦ ανακήρυξη, από την επίσημη εκκλησία, ενός προσώπου ως αγίου μετά το θάνατό του
✦ το να θεωρεί κανείς ιερό και άγιο ένα πρόσωπο ή πράγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.