αγιογδύτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
αγιογδύτισσα άγιος + γδύνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγιογδύτισσα
✦ θηλ. αγιογδύτισσα αδίστακτος κλέφτης, που γδύνει ακόμη και τους αγίους: μας τρώνε το διάφορο οι αγιογδύτες, οι χαραμοφάηδες οι εμπόροι (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–