αγιάτρευτος


αγιάτρευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αγιάτρευτος ἀ στερητικό + γιατρεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγιάτρευτος -η, -ο

✦ που δε γιατρεύτηκε: που ‘χαν απάνω στο κορμί τους λαβωματιές αγιάτρευτες ακόμα (Π. Πρεβελάκης)
✦ που δεν μπορεί να γιατρευτεί
✦ αβάσταχτος, ανυπόφορος: η αγιάτρευτη θλίψη αυτής… της μορφής σε άγγιζε στην καρδιά (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα
αθεράπευτος, ανίατος
Αντίθετα
θεραπεύσιμος, ιάσιμος
Επιρρήματα
αγιάτρευτα:πρέπει να έχω μείνει αγιάτρευτα συναισθηματικός (Γ. Σεφέρης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.