αγιάνης
Προφορά
Ετυμολογία
αγιάνης └τουρκ┘âyan (=πρόκριτος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγιάνης
✦ τουρκικός τίτλος τοπικού άρχοντα, που διοριζόταν από τον σουλτάνο: ταραχτήκανε οι αγιάνηδες οι Τούρκοι (οι Τούρκοι προεστοί, οι Τούρκοι κοτζαμπάσηδες) (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–