αγήτευτος


αγήτευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αγήτευτος ἀ στερητικό + γητεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγήτευτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν υπέστη γητειές για να θεραπευτεί
✦ ο ανεπηρέαστος από γητέματα, που δεν επηρεάζεται από τη γοητεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.