ωρίμασμα


ωρίμασμα
Προφορά

Ετυμολογία
ωρίμασμα ωριμάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ωρίμασμα

✦ η κατάσταση του ώριμου, ωρίμαση: με το ωρίμασμα του μυαλού που του ‘δινε η ηλικία (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.