δόκτορας


δόκτορας
Προφορά

Ετυμολογία
δόκτορας └λατιν┘ doctor

Ερμηνεία
δόκτορας

✦ κ. δόκτωρ, -ορος (ο, η) ουσ. ο κάτοχος διδακτορικού διπλώματος
✦ γιατρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.