short


short
Προφορά

{ʃɔ:rt}

(Επίθετο)
● βραχύς
● ελλιπής
● μικρός
● κοντός

└[Εκφράσεις]┘
● in short = εν συντομία

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.