shoe


shoe
Προφορά

{ʃu:}

(Ουσιαστικό)
● πέδιλο
● υπόδημα
● παπούτσι
● πέταλο

(Ρήμα)
● παπουτσώνω
● πεταλώνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.