shipmate Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply shipmateΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/shipmate.mp3{‘ʃıpmeıt} (Ουσιαστικό)● ναύτης εις το ίδιον πλοίο● συνάδελφος ναυτικός Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση