oil Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply oilΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/o/oil.mp3{ɔıl} (Ουσιαστικό)● λάδι● έλαιο● πετρέλαιο (Ρήμα)● λαδώνω └[Εκφράσεις]┘● in oil = λαδερά Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση