office


office
Προφορά

{‘ɒfıs, ‘ɔ:fıs}

(Ουσιαστικό)
● γραφείο
● αξίωμα
● υπηρεσία
● λειτουργία

└[Εκφράσεις]┘
● be in office = είμαι στην άρση
● good offices = καλές υπηρεσίες
● take office = αναλαμβάνω υπηρεσία

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.