short Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply shortΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/short.mp3{ʃɔ:rt} (Επίθετο)● βραχύς● ελλιπής● μικρός● κοντός └[Εκφράσεις]┘● in short = εν συντομία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση