ασταμάτητος
Προφορά
Ετυμολογία
ασταμάτητος ἀ στερητικό + σταματώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασταμάτητος -η, -ο
✦ που δε σταματάει, δε σταμάτησε ή δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει
Συνώνυμα
αδιάκοπος, αέναος
Αντίθετα
σταματημένος, διακεκομμένος ή διακοπτόμενος
Επιρρήματα
ασταμάτητα