oil


oil
Προφορά

{ɔıl}

(Ουσιαστικό)
● λάδι
● έλαιο
● πετρέλαιο

(Ρήμα)
● λαδώνω

└[Εκφράσεις]┘
● in oil = λαδερά

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.