ωσεί
Προφορά
Ετυμολογία
ωσεί αρχαία ελληνική ὡσεί
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ ωσεί
✦ ωσάν, οιονεί: με πιέζει να τον προσλάβω εις την εργασίαν μου, ωσεί είχον υποχρέωσιν να το κάμω (Λεξ. Δημητράκου)
✦ (με αριθμητικά κ. λέξεις που σημαίνουν μέτρο, χρόνο ή τόπο) περίπου: ήτο η ώρα ωσεί ενάτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–