ωσαύτως


ωσαύτως
Προφορά

Ετυμολογία
ωσαύτως αρχαία ελληνική ὡσαύτως

Ερμηνεία
επίρρημα ωσαύτως

✦ κατά τον ίδιον τρόπο, ομοίως, επίσης: τα εργαστήρια ήσαν ωσαύτως κεκλεισμένα (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.