ώριμος
Προφορά
Ετυμολογία
ώριμος αρχαία ελληνική ὥριμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ώριμος -η, -ο
✦ που έφτασε στην πλήρη του ανάπτυξη και είναι κατάλληλος να φαγωθεί
✦ (μτφ. για πρόσ.) που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του ή της πνευματικής του συγκρότησης
✦ (συνεκδ.) για έργο που έχει τα χαρακτηριστικά των κατασταλαγμένων απόψεων και τεχνικών του δημιουργού του: ώριμο έργο ζωγράφου – γλύπτη – λογοτέχνη
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν είναι πια νέος: ώριμος άντρας – ώριμη γυναίκα
✦ (μτφ. ) αυτός που έχει φτάσει σ’ ένα στάδιο ή σημείο που κρίνεται κατάλληλο ή απαραίτητο για κάποια δραστηριότητα ή σκοπό: η χώρα είναι ώριμη για αλλαγές – τα πολιτικά κόμματα είναι ώριμα για συλλογικές ηγεσίες
✦ (για καιρό) κατάλληλος για την ανάπτυξη δραστηριότητας ή την πραγματοποίηση σκοπού: είναι ώριμος ο καιρός για αλλαγές
✦ που έχει διαμορφωθεί μετά από σκέψη και με προσοχή: ώριμα σχέδια
✦ ώριμη σκέψη, σωφροσύνη· φρ. κατόπιν ωρίμου σκέψεως, μετά από σοβαρή εξέταση
Συνώνυμα
μεστός, γινωμένος
Αντίθετα
άγουρος, αγίνωτος ,ανώριμος, αμέστωτος
Επιρρήματα
ώριμα (Κ ωρίμως), με ωριμότητα:ωρίμως σκεπτόμενος