ωριμάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ωριμάζω μεταγενέστερη ελληνική ὡριμάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ωριμάζω
✦ (για καρπούς) γίνομαι ώριμος
✦ (μτφ. για πρόσ.) φτάνω στην ακμή της ηλικίας
✦ (μτφ. αμτβ.) αναπτύσσομαι, συγκροτούμαι ψυχικά και πνευματικά: ωρίμασε με τις δυσκολίες
✦ (μτφ. κ. μτβ.) κάνω κάποιον ώριμο: τον ωρίμασε ο στρατός
✦ (μτφ. ) φτάνω σε κατάσταση ή σημείο που κρίνεται απαραίτητο ή κατάλληλο για την πραγματοποίηση, διεκδίκηση, διευθέτηση θέματος, ζητήματος κτλ.: ωρίμασε ο καιρός για επανάσταση – ωρίμασαν οι συνθήκες για τη λύση του κυπριακού ζητήματος
✦ (μτφ. ) μεστώνω πνευματικά
Συνώνυμα
μεστώνω, γουρμάζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–