αξεχώριστος


αξεχώριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αξεχώριστος ἀ στερητικό + ξεχωρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξεχώριστος -η, -ο

✦ που δεν μπήκε χωριστά
✦ αχώριστος
✦ που δε διακρίνεται από τους άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξεχωριστός
Επιρρήματα
αξεχώριστα, χωρίς ξεχώρισμα, ενιαία:κοίταζα τον άνθρωπο και το έργο του αξεχώριστα (Οδ. Ελύτης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.