αξεσφράγιστος


αξεσφράγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αξεσφράγιστος ἀ στερητικό + ξεσφραγίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξεσφράγιστος -η, -ο

✦ αυτός από τον οποίο δεν αφαίρεσαν το σφράγισμα: μου ‘δωσε το γράμμα… αξεσφράγιστο (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.