φαρμακώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply φαρμακώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/φαρμακώνω.mp3Ετυμολογίαφαρμακώνω μεσαιωνική ελληνική φαρμακώνω Ερμηνεία└ρήμα┘ φαρμακώνω ✦ δηλητηριάζω, σκοτώνω με φαρμάκι ✦ προκαλώ πικρή γεύση ✦ (μτφ. ) θλίβω, πικραίνω, καταστενοχωρώ Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–