φαντάζω
Προφορά
Ετυμολογία
φαντάζω αρχαία ελληνική φαντάζω (= φανερώνω, παρουσιάζω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φαντάζω
✦ προκαλώ ζωηρή εντύπωση με την εμφάνισή μου, έχω ωραία ή επιβλητική όψη: θα κάνω την πολιτεία να φαντάζει σαν ένα παραμυθένιο παλάτι (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–