φαναρτζής


φαναρτζής
Προφορά

Ετυμολογία
φαναρτζής φανάρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φαναρτζής

✦ φανοποιός
✦ κατασκευαστής ή επιδιορθωτής αντικειμένων από λευκοσίδηρο, ιδ. του αμαξώματος των αυτοκινήτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.